μυοκάρδιο

μυοκάρδιο
(Ανατ.). Ο μυικός ιστός της καρδιάς· η μικροσκοπική δομή του μοιάζει με των γραμμωτών μυών, αλλά τον κάνουν να διαφέρει από αυτούς οι αναστομώσεις που υπάρχουν μεταξύ των μυικών ινών, η κεντρική θέση των πυρήνων, η παρουσία χαρακτηριστικών σκοτεινών ραβδώσεων που διασχίζουν τις ίνες του μ. κατά πλάτος (ραβδώσεις του Έμπερτ), και το ότι λειτουργεί ανεξάρτητα από τη θέλησή μας. Οι ίνες του μ. προσφύονται σε ένα σύστημα ινωδών δακτυλίων που περιβάλλουν τις κολποκοιλιακές βαλβίδες όπως και την αορτική και πνευμονική βαλβίδα - το σύστημα αυτό του συνδετικού ιστού καλείται σκελετός της καρδιάς. Η συσταλτικότητα των ινών του μ., οι οποίες πειραματικά διεγείρονται με οποιοδήποτε ερέθισμα, ρυθμίζεται στον ζώντα από ένα σύστημα κέντρων και οδών, που αποτελείται από ίνες που έχουν διαφοροποιηθεί ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό· πρόκειται για τον λεγόμενο ιστό αγωγής, από τις αλλοιώσεις του οποίου εξαρτάται μεγάλο μέρος των αρρυθμιών της καρδιάς· μέσω αυτού του ειδικού ιστού το νευροφυτικό σύστημα ασκεί τη ρυθμιστική του δραστηριότητα επί του καρδιακού ρυθμού. Η ένταση της συστολής του μ. εξαρτάται από το μήκος της ίνας, από την κατάσταση θρέψης της, από τον τύπο του ερεθίσματος και από τη διάρκεια της διαστολής, δηλαδή από τη φάση της χαλάρωσης. Σε ορισμένες παθολογικές καταστάσεις, οι ίνες του μ. αυξάνονται σε όγκο, ποτέ σε αριθμό, προκαλώντας υπερτροφία της καρδιάς· αν τα αίτια της υπερτροφίας εξακολουθούν να υπάρχουν, το μ. υπόκειται σε εκφυλιστικές επεξεργασίες και διάταση. Η υπερτροφία και η διάταση οφείλονται συχνότερα σε ανατομικές ανωμαλίες της καρδιάς και σε αύξηση της αντίστασης στην περιφέρεια (π.χ. αρτηριακή υπέρταση), δηλαδή σε καταστάσεις που αυξάνουν την εργασία της καρδιάς. Το μ. είναι πλουσιότατο σε αιμοφόρα αγγεία που περιβάλλουν την καρδιά σαν στεφάνη (στεφανιαία αγγεία)· όταν η προσφορά αρτηριακού αίματος δεν είναι αρκετή, εμφανίζονται οι κλινικές εικόνες της στηθάγχης (στεφανιαία νόσος) που μπορεί να καταλήξει στο έμφραγμα του μυοκαρδίου.
* * *
το
ανατ. η μεσαία, μυϊκή, στιβάδα τού καρδιακού τοιχώματος, η οποία απαρτίζει τον κοίλο καρδιακό μυ, το συσταλτό στοιχείο της καρδιάς, και η οποία επενδύεται εσωτερικά από το ενδοκάρδιο και καλύπτεται εξωτερικά από το επικάρδιο, έχει δε δύο ιστούς με καλά διαφοροποιημένη λειτουργία: τον συσταλτό ιστό, που πραγματοποιεί την καρδιακή συστολή, και τον ειδικό ερεθισματαγωγό ιστό, που εκλύει την καρδιακή συστολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myocarde (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + καρδία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μυοκάρδιο — το ο μυϊκός ιστός της καρδιάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροκαρδιογράφημα — (ΗΚΓ). Η καταγραφή των ηλεκτρικών δυναμικών που παράγονται αμέσως πριν από τη συστολή του καρδιακού μυός σε κινούμενη ταινία χαρτιού ή σε οθόνη. Η κατασκευή –για πρώτη φορά– ενός οργάνου ικανού να χρησιμοποιεί επωφελώς αυτά τα ηλεκτρικά ρεύματα… …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • ίνωμα — Όγκος καλοήθους φύσης, που προέρχεται από τον συνδετικό ιστό. Μπορεί να εμφανιστεί σε όλα τα όργανα στα οποία υπάρχει συνδετικός ιστός: δέρμα, βλεννογόνοι, μύες, πνεύμονες, στόμαχος, μυοκάρδιο κ.ά. Αρκετά συχνό είναι το ί. της μήτρας, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • βηματοδότης — ο 1. ο μηχανισμός που προκαλεί κάθε καρδιακό παλμό 2. συσκευή που διεγείρει το μυοκάρδιο με τη ρυθμική παραγωγή ηλεκτρικών διεγέρσεων σε περιπτώσεις ανωμαλιών του καρδιακού ρυθμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βήμα ( τος) + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης,… …   Dictionary of Greek

  • ενδοκαρδίτιδα — Φλεγμονή του ενδοκαρδίου ή και των καρδιακών βαλβίδων, που συνήθως οφείλεται σε δευτεροπαθή βακτηριδιακή λοίμωξη, αλλά και σε άλλους παθογόνους παράγοντες. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει γενικά ταχυκαρδία, πυρετό, συμπτώματα εγκατεστημένης… …   Dictionary of Greek

  • ισχαιμία — Μείωση της τροφοδοσίας ενός οργάνου ή ιστού με αίμα, λόγω μηχανικής απόφραξης ή λειτουργικής αγγειοσύσπασης του αρτηριακού αγγείου που είναι υπεύθυνο για την αιμάτωση της περιοχής. Ισχαιμικά επεισόδια αναφέρονται συνηθέστερα στο μυοκάρδιο ως… …   Dictionary of Greek

  • μυοδυστροφία — η ιατρ. κληρονομική νόσος που προκαλεί προοδευτική αδυναμία τού μυϊκού ιστού και που προσβάλλει κυρίως τους μυς τού σκελετού αλλά ορισμένες φορές και το μυοκάρδιο …   Dictionary of Greek

  • μυοκαρδίτιδα — η ιατρ. φλεγμονή τού μυοκαρδίου, η οποία εκδηλώνεται με βυθιότητα, δηλαδή μείωση τής έντασης τών καρδιακών τόνων και με τυπικές διαταραχές τού ηλεκτροκαρδιογραφήματος, και μπορεί να καταλήξει σε καρδιακή ανεπάρκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”